- αλύμαντος
- ἀλύμαντος -ον (AM) [λυμαίνομαι]αυτός που δεν έπαθε ή δεν μπορεί να πάθει βλάβη, αβλαβής, αναλλοίωτος, ανέπαφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλύμαντος — unhurt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλύμαντος — η, ο απείρακτος, άβλαφτος: Οι σφραγίδες με το βουλοκέρι ήταν αλύμαντες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλύμαντον — ἀλύμαντος unhurt masc/fem acc sg ἀλύμαντος unhurt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυμάντου — ἀλύμαντος unhurt masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυμάντους — ἀλύμαντος unhurt masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύμαντα — ἀλύμαντος unhurt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)